- υλοτομικός
- η , ό[ν] лесорубный;
υλοτομικά εργαλεία — лесорубные инструменты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υλοτομικά εργαλεία — лесорубные инструменты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υλοτομικός — ή, ό / ὑλοτομικός, ή, όν, ΝΑ [υλοτόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υλοτομία 2. το θηλ. ως ουσ. η υλοτομική η τέχνη ή το επάγγελμα τού υλοτόμου … Dictionary of Greek
υλοτομικός — ή, ό ο κατάλληλος για την υλοτομία: Υλοτομικά εργαλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑλοτομικαί — ὑλοτομικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτομικοῖς — ὑλοτομικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτομικῆς — ὑλοτομικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτομικῇ — ὑλοτομικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτομική — ὑλοτομικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)